περι νηστείας

2015-08-05 10:07

Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου

IWANNIS XRYSOSTOMOS

Γιὰ πι­ὸ λό­γο νη­στεύ­ου­με τὶς σα­ράν­τα αὐ­τὲς ἡ­μέ­ρες; Τὴν πα­λαι­ὰ ἐ­πο­χὴ πολ­λοὶ πι­στοὶ προ­σέρ­χον­ταν στὰ μυ­στή­ρι­α χω­ρὶς κα­μι­ὰ προ­ε­τοι­μα­σί­α καὶ μά­λι­στα κα­τὰ τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ὁ Χρι­στὸς τὰ συ­νέ­στη­σε. Ἀν­τι­λαμ­βα­νό­με­νοι οἱ πα­τέ­ρες τὴν πα­ρα­κα­λού­με­νη βλά­βη ἀ­πὸ τὴν ἀ­προ­ε­τοί­μα­στη προ­σέ­λευ­σι, ἀ­φοῦ συγ­κεν­τρώ­θη­καν κα­θι­έ­ρω­σαν σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες νη­στεί­ας, προ­σευ­χῶν, ἀ­κρο­ά­σε­ως τοῦ θεί­ου λό­γου καὶ συ­νά­ξε­ων, ὥ­στε, ἀ­φού­ ­κα­θα­ρι­σθου­με ὅ­λοι μας μὲ κά­θε ἐ­πι­μέ­λει­α καὶ μὲ προ­σευ­χὲς καὶ μὲ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ μὲ νη­στεί­α καὶ μὲ ὁ­λο­νύ­κτι­ες πα­ρα­κλή­σεις καὶ μὲ δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας καὶ μὲ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σι καὶ μὲ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα, νὰ προ­σέλ­θου­με ἔ­τσι στὴν Θεί­α Κοι­νω­νί­α μὲ κα­θα­ρὴ κα­τὰ τὸ δυ­να­τό­ ­συ­νει­δη­ση.

Καὶ ὅ­τι μ αὐ­τὸ κα­τώρ­θω­σαν με­γά­λα πράγ­μα­τα, συ­νη­θί­ζον­τάς μας μὲ τὴν συγ­κα­τά­βα­σι αὐ­τὴ στὴν νη­στεί­α, γί­νε­ται φα­νε­ρὸ ἀ­πὸ τὸ ἑ­ξῆς: Ἂν ἐ­μεῖς ὅ­λο τὸν χρό­νο ἐ­πι­μεί­μου­με νὰ φω­νά­ζου­με καὶ νὰ κη­ρύσ­σου­με τὴν νη­στεί­α, κα­νεὶς δὲν προ­σέ­χει στὰ λό­γι­ά μας· ἂν ὅ­μως ἔλ­θη ὁ και­ρὸς τῆς νη­στεί­ας τῆς Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, τό­τε, χω­ρὶς κα­νεὶς νὰ προ­τρέ­πη οὔ­τε καὶ νὰ συμ­βου­λεύ­η καὶ ὁ πι­ὸ νω­θρὸς ἀ­φυ­πνί­ζε­ται καὶ ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν προ­τρο­πὴ καὶ τὴν συμ­βου­λή, ποὺ ἐ­πι­βάλ­λει ὁ και­ρός.

Ἂν λοι­πὸν σὲ ρω­τή­ση ὁ Ἰ­ου­δαῖ­ος καὶ ὁ εἰ­δωλολά­τρης, γιὰ ποιὸν λό­γο νη­στεύ­εις , μὴ πῆς, ὅ­τι νη­στεύ­εις γιὰ τὸ Πά­σχα ἡ γιὰ τὴν θυ­σί­α τοῦ Σταυ­ροῦ, για­τί θὰ τοῦ δώ­σης με­γά­λη ἀ­φορ­μὴ γιὰ ἀν­τε­κλί­σεις. Για­τί δὲν νη­στεύ­ου­με γιὰ τὸ Πά­σχα οὔ­τε γιὰ τὸν Σταυ­ρό, ἀλ­λὰ γιὰ τὰ δι­κά μας ἁ­μαρ­τή­μα­τα, ἐ­πει­δὴ πρό­κει­ται νὰ προ­σέλ­θου­με στὰ μυ­στή­ρι­α· για­τί τὸ Πά­σχα δὲν εἶ­ναι αἰ­τί­α νη­στεί­ας οὔ­τε πέν­θους, ἀλ­λὰ ὑ­πό­θε­σης εὐ­φρο­σύ­νης καὶ χα­ρᾶς. Για­τί ὁ Σταυ­ρὸς συ­νέ­τρι­ψε τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἔ­γι­νε κα­θάρ­σι­ο τῆς οἰ­κου­μέ­νης, ἔ­γι­νε αἰ­τί­α συμ­φι­λι­ώ­σε­ως καὶ ἐ­ξα­λεί­ψε­ως τῆς πο­λυ­χρό­νι­ας ἔ­χθρας, ἄ­νοι­ξε τὶς πύ­λες τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ἔ­κα­νε τοὺς ἐ­χθροὺς φί­λους, ἐ­πα­νέ­φε­ρε στὸν οὐ­ρα­νό, το­πο­θέ­τη­σε στὰ δε­ξι­ὰ τοῦ θρό­νου τοῦ Θε­οῦ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­σι καὶ μᾶς πρό­σφε­ρε ἀ­μέ­τρη­τα ἄλ­λα πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­γα­θά. Δὲν πρέ­πει λοι­πὸν νὰ πεν­θοῦ­με οὔ­τε νὰ θλι­βώ­μα­στε, ἀλ­λὰ νὰ ἀ­γαλ­λώ­μα­στε καὶ νὰ χαι­ρώ­μα­στε. Γὶ αὐ­τὸ καὶ ὁ Παῦ­λος λέ­γει : «Σὲ μέ­να ἂς μὴ συμ­βῆ νὰ καυ­χη­θῶ γιὰ τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ μό­νο γιὰ τὸν σταυ­ρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» (Γάλ. 6,14). Και πά­λι : «Ὁ Θε­ὸς δεί­χνει τὴν ἀ­γά­πη του πρὸς ἐ­μᾶς μὲ τὸ ὅ­τι, ἂν καὶ ἤ­μα­σταν ἁ­μαρ­τω­λοί, ὁ Χρι­στὸς πέ­θα­νε γιὰ μᾶς» (Ρώμ. 5,8). Κάτι πα­ρό­μι­ο λέ­γει καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νη­ς :«Για­τί τό­σο πο­λὺ ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμο» (Ἰ­ω. 3,16). Πὲς ὅ­μως, πῶς; Αφού ἄ­φη­σε κα­τὰ μέ­ρος ὅ­λα τὰ ἄλ­λα, ἀ­νέ­φε­ρε τὸν σταυ­ρό. Για­τί, ἀ­φοῦ εἶ­πε, «τό­σο πο­λὺ ἀ­γά­πη­σε ὁ Θε­ὸς τὸν κό­σμο», πρό­σθε­σε, «ὥ­στε ἔ­δω­σε τὸν Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του νὰ σταυ­ρω­θῆ, ὥ­στε νὰ μὴ χα­θῆ ὁ κα­θέ­νας ποὺ πι­στεύ­η σ αὐ­τόν, ἀλ­λὰ νὰ ἔ­χη ζω­ὴ αἰ­ώ­νι­α» (Ἰ­ω. 3,16). Αν εἶ­ναι λοι­πὸν ὁ Σταυ­ρὸς ἀ­φορ­μὴ ἀ­γά­πης καὶ καύ­χη­μα, ἂς μὴ λέ­με, ὅ­τι πεν­θοῦ­με γὶ αὐ­τόν. Για­τί δὲν πεν­θοῦ­με γιὰ ἐ­κεῖ­νον - μὴ γέ­νοι­το - ἀλ­λὰ γιὰ τὰ δι­κά μας ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Γι' αὐ­τὸ νη­στεύ­ου­με.

(Κα­τὰ Ἰ­ου­δαί­ων, Λό­γος Γ , ΕΠΕ 34,176 - 180. PG 48,722)


 Ἡ σημασία τῆς Νηστείας στὸν πνευματικὸ ἀγώνα  ὅπως τὴν τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι πολὺ μεγάλη: 

   «Ἡ νηστεία ἔχει ἡλικία ἴση μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, διότι νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο. Ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου... δὲν θὰ φάγετε εἶπε ὁ Θεὸς στοὺς Πρωτοπλάστους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τηρήθηκε ἢ νηστεία αὐτή, ἐκδιωχθήκαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο... Ὁ Μωυσῆς μετὰ ἀπὸ νηστεία ἔλαβε τὶς πλάκες τοῦ Νόμου στὸ Σινά. Ὁ Ἠσαὺ γιὰ λίγο φαγητὸ ἐπώλησε τὰ πρωτοτόκια στὸν Ἰακώβ. Ἡ νηστεία ἔκανε ἀκατανίκητο τὸν Σαμψῶν. 

Ἡ νηστεία γεννᾶ Προφῆτες, κάμνει ἰσχυρότερούς τους ἰσχυρούς, κάμνει σοφούς τους νομοθέτες. Ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἀφιερωμένο στὸν Θεὸ καὶ καθιστὰ τὸν Ἱερέα ἱκανὸ νὰ προσφέρει θυσίαν. Ἡ νηστεία ἔσβησε τὴ δύναμη τοῦ πυρός, ἔφραξε στόματα λεόντων, ἀναβιβάζει τὴν προσευχὴ στὸν οὐρανό. Ἡ νηστεία εἶναι πρόοδος τῶν οἴκων, μητέρα τῆς ὑγείας, παιδαγωγὸς τῶν νέων, στολισμὸς τῶν πρεσβυτέρων... 

   Τοῦ νηστεύοντος οἱ ὀφθαλμοὶ εἶναι ἤρεμοι, τὸ βάδισμα σεμνό, τὸ πρόσωπο σοβαρό, οἱ λόγοι τοῦ μετρημένοι, ἡ καρδία τοῦ καθαρά... Ἂν θέλεις νὰ κάνεις ἰσχυρὸ τὸ πνεῦμα σου, χαλιναγώγησε μὲ νηστεία τὴν σάρκα σου... Μὴν νομίσεις ὅτι ἡ νηστεία περιορίζεται στὶς τροφές. Πραγματικὴ νηστεία εἶναι ἡ νηστεία τῶν πέντε αἰσθήσεων. Τί τὸ ὄφελος νὰ νηστεύεις ἀπὸ τροφὲς καὶ νὰ εὑρίσκεσαι σὲ φιλονικίες ἢ διαμάχες μὲ τοὺς δικούς σου, νὰ κατατρώγεις τὸν ἀδελφόν σου μὲ τὴν γλώσσα σου, νὰ βλέπεις ἄσεμνα θεάματα, νὰ ἀκούεις μουσικὴ ἢ πράγματα ποὺ σὲ βλάπτουν καὶ νὰ μεθᾶ ἢ ψυχή σου ὄχι μὲ οἶνο, ἀλλὰ μὲ θυμόν!...».


(Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν παραινετικὸ λόγο «Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ἄγ. Τεσσαρακοστῆς» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

 

xrysostomos 6

Θέλω νὰ σᾶς ἀναγγείλω ὅτι ἦλθε ἡ ἁγία Τεσσαρακοστή, ποὺ εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ψυχῶν μας. Διότι ὁ Κύριός μας, σὰν Πατέρας φιλόστοργος θέλει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ποὺ κάναμε ἐπὶ τόσον καιρό. Κανόνισε μάλιστα ὡς μέσο θεραπείας καὶ τὴ νηστεία.

Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ γίνεται κατσούφης, κανεὶς ἂς μὴ σκυθρωπάζει, ἀλλὰ ἂς σκιρτᾶ καὶ ἂς χαίρεται καὶ ἂς δοξάζει τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὶς ψυχές μας. Αὐτὸς μας καθόρισε τὴν ἄριστη ὁδὸ τῆς νηστείας, ποὺ μὲ πολλὴ χαρὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ τὴν ὑποδεχθεῖ.

Οἱ εἰδωλολάτρες νομίζουν γιὰ γιορτὲς καὶ πανηγύρεις τὴ μέθη καὶ ὅλη τὴν ἄλλη ἀκολασία καὶ τὶς ἐλεεινότητες καὶ ἀσχήμιες, ποὺ ἀκολουθοῦν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὅμως θεωρεῖ ὡς γιορτὴ καὶ πανηγύρι τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀπάρνηση τῆς κοιλιοδουλείας καὶ ὅλες τὶς ἀρετές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτήν.

Διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο πνευματικό. Γι' αὐτὸ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία νὰ παίρνουν τὰ κατάλληλα φάρμακα καὶ νὰ τὰ τοποθετοῦν στὰ τραύματα τῆς ψυχῆς τους καὶ ἔτσι νὰ ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι τους.

Ἡ ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου ἀπὸ μόνη της δὲν ὠφελεῖ, ἂν δὲν ἔχεις νὰ παρουσιάσεις ἀνάλογα ἔργα ἀρετῆς. «Οὒχ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῶ, ἀλλ' οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (Ρώμ. β΄ 13), λέει ὁ μακάριος Παῦλος. Καὶ ὁ Χριστὸς διδάσκοντας τὸ λαὸ ἔλεγε: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοί, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Μάτθ. ζ΄ 21).

Τὸ γνωρίζουμε, ἀγαπητοί, ὅτι, ἐὰν περιοριζόμαστε μόνο νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἐπακολουθεῖ ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή, δὲν ἔχουμε νὰ ὠφεληθοῦμε τίποτε. Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπὸν μόνο ἀκροατές, ἀλλὰ καὶ ἂς ἐφαρμόζουμε τὶς θεῖες ἐντολές. Γιατί ὅταν τὰ ἔργα συνοδεύουν τοὺς λόγους, τότε θὰ ἔχουμε πολλὴ παρρησία. Μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον λοιπὸν καὶ μὲ πολλὴ προσοχὴ ἀκοῦστε ὅσα θὰ πῶ περὶ τῆς νηστείας.

Ὅπως ἡ πολυφαγία προξενεῖ ἀναρίθμητα κακὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κοιλιοδουλεία ὑπῆρξε πάντοτε αἰτία ἀνέκφραστων ἀγαθῶν σέ μας. Ὅταν στὴν ἀρχὴ ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, γνώριζε ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ φάρμακο τῆς νηστείας ἦταν χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Γι' αὐτὸ ἀμέσως καὶ ἐκ τῶν προτέρων αὐτὴ τὴν ἐντολὴ ἔδωσε στὸν πρωτόπλαστο: «Ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δέντρων ποὺ βρίσκονται στὸν Παράδεισο ἔχετε τὴν ἄδεια νὰ τρῶτε. Ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅμως τοῦ δέντρου «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» δὲ σᾶς ἐπιτρέπω νὰ φᾶτε» (Γενεσ. β΄ 16).

Αὐτὸ ποὺ εἶπε τότε στὸν πρωτόπλαστο, δηλαδὴ «φάε αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο μὴ τὸ φᾶς», ἦταν εἰκόνα τῆς νηστείας. Ἐνῶ ὅμως ἔπρεπε νὰ τηρήσει τὴν ἐντολή, δὲν τὴν τήρησε, νικήθηκε ἀπὸ τὴ λαιμαργία καὶ μὲ τὴν παρακοὴ καταδικάσθηκε νὰ πεθάνει.

Εἶδες, ἀγαπητέ, μὲ ποιὸν τρόπο εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴ λαιμαργία; Εἶδες τὴ βλάβη, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ αὐτήν; Πρόσεξε τώρα νὰ δεῖς καὶ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴ νηστεία. Νήστευσαν οἱ Νινευίτες, στέρησαν τὴν τροφὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα τους καὶ μετανόησαν, ἄφησαν τὰ ἁμαρτωλά τους ἔργα, καὶ ἔτσι παρακίνησαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει τὴ φιλανθρωπία Του καὶ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἀπόφαση ποὺ εἶχε λάβει γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν πόλη τους.

Κατανοώντας, λοιπόν, ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί, καὶ ἔχοντας μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἂς καταφρονήσουμε τὶς ἀνωφελεῖς καὶ ἐπιβλαβεῖς ἀπολαύσεις. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴ νηστεία καὶ ὅλη γενικὰ τὴ χριστιανικὴ συμπεριφορά. Ἂς παρουσιάσουμε μεγάλη μεταβολὴ στὸ βίο μας καὶ κάθε μέρα ἂς φροντίζουμε δραστήρια νὰ πράττουμε καλὰ ἔργα.

Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμπορευθοῦμε καθ' ὅλη τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τὸ πνευματικὸ ἐμπόριο τῶν ἀρετῶν, θὰ συγκεντρώσουμε πολὺ πλοῦτο ἀρετῆς. Θὰ ἀξιωθοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ φτάσουμε καὶ στὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ ἁγίου Πάσχα καὶ μὲ παρρησία νὰ προσέλθουμε στὴ φρικτὴ καὶ πνευματικὴ τράπεζα. Θὰ μετάσχουμε στὰ ἀνέκφραστα ἐκεῖνα καὶ ἀθάνατα ἀγαθὰ μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ θὰ γεμίσουμε μὲ τὴ χάρη ποὺ αὐτὰ δίνουν.