περι νηστείας
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Γιὰ πιὸ λόγο νηστεύουμε τὶς σαράντα αὐτὲς ἡμέρες; Τὴν παλαιὰ ἐποχὴ πολλοὶ πιστοὶ προσέρχονταν στὰ μυστήρια χωρὶς καμιὰ προετοιμασία καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς τὰ συνέστησε. Ἀντιλαμβανόμενοι οἱ πατέρες τὴν παρακαλούμενη βλάβη ἀπὸ τὴν ἀπροετοίμαστη προσέλευσι, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν καθιέρωσαν σαράντα ἡμέρες νηστείας, προσευχῶν, ἀκροάσεως τοῦ θείου λόγου καὶ συνάξεων, ὥστε, ἀφού καθαρισθουμε ὅλοι μας μὲ κάθε ἐπιμέλεια καὶ μὲ προσευχὲς καὶ μὲ ἐλεημοσύνη καὶ μὲ νηστεία καὶ μὲ ὁλονύκτιες παρακλήσεις καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας καὶ μὲ ἐξομολόγησι καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα, νὰ προσέλθουμε ἔτσι στὴν Θεία Κοινωνία μὲ καθαρὴ κατὰ τὸ δυνατό συνειδηση.
Καὶ ὅτι μ αὐτὸ κατώρθωσαν μεγάλα πράγματα, συνηθίζοντάς μας μὲ τὴν συγκατάβασι αὐτὴ στὴν νηστεία, γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ ἑξῆς: Ἂν ἐμεῖς ὅλο τὸν χρόνο ἐπιμείμουμε νὰ φωνάζουμε καὶ νὰ κηρύσσουμε τὴν νηστεία, κανεὶς δὲν προσέχει στὰ λόγιά μας· ἂν ὅμως ἔλθη ὁ καιρὸς τῆς νηστείας τῆς Τεσσαρακοστῆς, τότε, χωρὶς κανεὶς νὰ προτρέπη οὔτε καὶ νὰ συμβουλεύη καὶ ὁ πιὸ νωθρὸς ἀφυπνίζεται καὶ ἀκολουθεῖ τὴν προτροπὴ καὶ τὴν συμβουλή, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ καιρός.
Ἂν λοιπὸν σὲ ρωτήση ὁ Ἰουδαῖος καὶ ὁ εἰδωλολάτρης, γιὰ ποιὸν λόγο νηστεύεις , μὴ πῆς, ὅτι νηστεύεις γιὰ τὸ Πάσχα ἡ γιὰ τὴν θυσία τοῦ Σταυροῦ, γιατί θὰ τοῦ δώσης μεγάλη ἀφορμὴ γιὰ ἀντεκλίσεις. Γιατί δὲν νηστεύουμε γιὰ τὸ Πάσχα οὔτε γιὰ τὸν Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ προσέλθουμε στὰ μυστήρια· γιατί τὸ Πάσχα δὲν εἶναι αἰτία νηστείας οὔτε πένθους, ἀλλὰ ὑπόθεσης εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς. Γιατί ὁ Σταυρὸς συνέτριψε τὴν ἁμαρτία, ἔγινε καθάρσιο τῆς οἰκουμένης, ἔγινε αἰτία συμφιλιώσεως καὶ ἐξαλείψεως τῆς πολυχρόνιας ἔχθρας, ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ἔκανε τοὺς ἐχθροὺς φίλους, ἐπανέφερε στὸν οὐρανό, τοποθέτησε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ μᾶς πρόσφερε ἀμέτρητα ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ πενθοῦμε οὔτε νὰ θλιβώμαστε, ἀλλὰ νὰ ἀγαλλώμαστε καὶ νὰ χαιρώμαστε. Γὶ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει : «Σὲ μένα ἂς μὴ συμβῆ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. 6,14). Και πάλι : «Ὁ Θεὸς δείχνει τὴν ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς μὲ τὸ ὅτι, ἂν καὶ ἤμασταν ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς» (Ρώμ. 5,8). Κάτι παρόμιο λέγει καὶ ὁ Ἰωάννης :«Γιατί τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο» (Ἰω. 3,16). Πὲς ὅμως, πῶς; Αφού ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα τὰ ἄλλα, ἀνέφερε τὸν σταυρό. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε, «τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο», πρόσθεσε, «ὥστε ἔδωσε τὸν Μονογενῆ Υἱό του νὰ σταυρωθῆ, ὥστε νὰ μὴ χαθῆ ὁ καθένας ποὺ πιστεύη σ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. 3,16). Αν εἶναι λοιπὸν ὁ Σταυρὸς ἀφορμὴ ἀγάπης καὶ καύχημα, ἂς μὴ λέμε, ὅτι πενθοῦμε γὶ αὐτόν. Γιατί δὲν πενθοῦμε γιὰ ἐκεῖνον - μὴ γένοιτο - ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα. Γι' αὐτὸ νηστεύουμε.
(Κατὰ Ἰουδαίων, Λόγος Γ , ΕΠΕ 34,176 - 180. PG 48,722)
Ἡ σημασία τῆς Νηστείας στὸν πνευματικὸ ἀγώνα ὅπως τὴν τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι πολὺ μεγάλη:
«Ἡ νηστεία ἔχει ἡλικία ἴση μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, διότι νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο. Ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου... δὲν θὰ φάγετε εἶπε ὁ Θεὸς στοὺς Πρωτοπλάστους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τηρήθηκε ἢ νηστεία αὐτή, ἐκδιωχθήκαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο... Ὁ Μωυσῆς μετὰ ἀπὸ νηστεία ἔλαβε τὶς πλάκες τοῦ Νόμου στὸ Σινά. Ὁ Ἠσαὺ γιὰ λίγο φαγητὸ ἐπώλησε τὰ πρωτοτόκια στὸν Ἰακώβ. Ἡ νηστεία ἔκανε ἀκατανίκητο τὸν Σαμψῶν.
Ἡ νηστεία γεννᾶ Προφῆτες, κάμνει ἰσχυρότερούς τους ἰσχυρούς, κάμνει σοφούς τους νομοθέτες. Ἡ νηστεία ἁγιάζει τὸν ἀφιερωμένο στὸν Θεὸ καὶ καθιστὰ τὸν Ἱερέα ἱκανὸ νὰ προσφέρει θυσίαν. Ἡ νηστεία ἔσβησε τὴ δύναμη τοῦ πυρός, ἔφραξε στόματα λεόντων, ἀναβιβάζει τὴν προσευχὴ στὸν οὐρανό. Ἡ νηστεία εἶναι πρόοδος τῶν οἴκων, μητέρα τῆς ὑγείας, παιδαγωγὸς τῶν νέων, στολισμὸς τῶν πρεσβυτέρων...
Τοῦ νηστεύοντος οἱ ὀφθαλμοὶ εἶναι ἤρεμοι, τὸ βάδισμα σεμνό, τὸ πρόσωπο σοβαρό, οἱ λόγοι τοῦ μετρημένοι, ἡ καρδία τοῦ καθαρά... Ἂν θέλεις νὰ κάνεις ἰσχυρὸ τὸ πνεῦμα σου, χαλιναγώγησε μὲ νηστεία τὴν σάρκα σου... Μὴν νομίσεις ὅτι ἡ νηστεία περιορίζεται στὶς τροφές. Πραγματικὴ νηστεία εἶναι ἡ νηστεία τῶν πέντε αἰσθήσεων. Τί τὸ ὄφελος νὰ νηστεύεις ἀπὸ τροφὲς καὶ νὰ εὑρίσκεσαι σὲ φιλονικίες ἢ διαμάχες μὲ τοὺς δικούς σου, νὰ κατατρώγεις τὸν ἀδελφόν σου μὲ τὴν γλώσσα σου, νὰ βλέπεις ἄσεμνα θεάματα, νὰ ἀκούεις μουσικὴ ἢ πράγματα ποὺ σὲ βλάπτουν καὶ νὰ μεθᾶ ἢ ψυχή σου ὄχι μὲ οἶνο, ἀλλὰ μὲ θυμόν!...».
(Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν παραινετικὸ λόγο «Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς ἄγ. Τεσσαρακοστῆς» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)
Θέλω νὰ σᾶς ἀναγγείλω ὅτι ἦλθε ἡ ἁγία Τεσσαρακοστή, ποὺ εἶναι τὸ φάρμακο τῶν ψυχῶν μας. Διότι ὁ Κύριός μας, σὰν Πατέρας φιλόστοργος θέλει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ποὺ κάναμε ἐπὶ τόσον καιρό. Κανόνισε μάλιστα ὡς μέσο θεραπείας καὶ τὴ νηστεία.
Κανεὶς λοιπὸν ἂς μὴ γίνεται κατσούφης, κανεὶς ἂς μὴ σκυθρωπάζει, ἀλλὰ ἂς σκιρτᾶ καὶ ἂς χαίρεται καὶ ἂς δοξάζει τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὶς ψυχές μας. Αὐτὸς μας καθόρισε τὴν ἄριστη ὁδὸ τῆς νηστείας, ποὺ μὲ πολλὴ χαρὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ τὴν ὑποδεχθεῖ.
Οἱ εἰδωλολάτρες νομίζουν γιὰ γιορτὲς καὶ πανηγύρεις τὴ μέθη καὶ ὅλη τὴν ἄλλη ἀκολασία καὶ τὶς ἐλεεινότητες καὶ ἀσχήμιες, ποὺ ἀκολουθοῦν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὅμως θεωρεῖ ὡς γιορτὴ καὶ πανηγύρι τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀπάρνηση τῆς κοιλιοδουλείας καὶ ὅλες τὶς ἀρετές, ποὺ προέρχονται ἀπὸ αὐτήν.
Διότι ἡ Ἐκκλησία εἶναι θεραπευτήριο πνευματικό. Γι' αὐτὸ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται στὴν Ἐκκλησία νὰ παίρνουν τὰ κατάλληλα φάρμακα καὶ νὰ τὰ τοποθετοῦν στὰ τραύματα τῆς ψυχῆς τους καὶ ἔτσι νὰ ἐπιστρέφουν στὸ σπίτι τους.
Ἡ ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου ἀπὸ μόνη της δὲν ὠφελεῖ, ἂν δὲν ἔχεις νὰ παρουσιάσεις ἀνάλογα ἔργα ἀρετῆς. «Οὒχ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῶ, ἀλλ' οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (Ρώμ. β΄ 13), λέει ὁ μακάριος Παῦλος. Καὶ ὁ Χριστὸς διδάσκοντας τὸ λαὸ ἔλεγε: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοί, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Μάτθ. ζ΄ 21).
Τὸ γνωρίζουμε, ἀγαπητοί, ὅτι, ἐὰν περιοριζόμαστε μόνο νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἐπακολουθεῖ ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή, δὲν ἔχουμε νὰ ὠφεληθοῦμε τίποτε. Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπὸν μόνο ἀκροατές, ἀλλὰ καὶ ἂς ἐφαρμόζουμε τὶς θεῖες ἐντολές. Γιατί ὅταν τὰ ἔργα συνοδεύουν τοὺς λόγους, τότε θὰ ἔχουμε πολλὴ παρρησία. Μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον λοιπὸν καὶ μὲ πολλὴ προσοχὴ ἀκοῦστε ὅσα θὰ πῶ περὶ τῆς νηστείας.
Ὅπως ἡ πολυφαγία προξενεῖ ἀναρίθμητα κακὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν κοιλιοδουλεία ὑπῆρξε πάντοτε αἰτία ἀνέκφραστων ἀγαθῶν σέ μας. Ὅταν στὴν ἀρχὴ ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, γνώριζε ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ φάρμακο τῆς νηστείας ἦταν χρήσιμο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Γι' αὐτὸ ἀμέσως καὶ ἐκ τῶν προτέρων αὐτὴ τὴν ἐντολὴ ἔδωσε στὸν πρωτόπλαστο: «Ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δέντρων ποὺ βρίσκονται στὸν Παράδεισο ἔχετε τὴν ἄδεια νὰ τρῶτε. Ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅμως τοῦ δέντρου «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν» δὲ σᾶς ἐπιτρέπω νὰ φᾶτε» (Γενεσ. β΄ 16).
Αὐτὸ ποὺ εἶπε τότε στὸν πρωτόπλαστο, δηλαδὴ «φάε αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο μὴ τὸ φᾶς», ἦταν εἰκόνα τῆς νηστείας. Ἐνῶ ὅμως ἔπρεπε νὰ τηρήσει τὴν ἐντολή, δὲν τὴν τήρησε, νικήθηκε ἀπὸ τὴ λαιμαργία καὶ μὲ τὴν παρακοὴ καταδικάσθηκε νὰ πεθάνει.
Εἶδες, ἀγαπητέ, μὲ ποιὸν τρόπο εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴ λαιμαργία; Εἶδες τὴ βλάβη, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ αὐτήν; Πρόσεξε τώρα νὰ δεῖς καὶ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴ νηστεία. Νήστευσαν οἱ Νινευίτες, στέρησαν τὴν τροφὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα τους καὶ μετανόησαν, ἄφησαν τὰ ἁμαρτωλά τους ἔργα, καὶ ἔτσι παρακίνησαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς δείξει τὴ φιλανθρωπία Του καὶ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἀπόφαση ποὺ εἶχε λάβει γιὰ νὰ καταστρέψει τὴν πόλη τους.
Κατανοώντας, λοιπόν, ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί, καὶ ἔχοντας μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἂς καταφρονήσουμε τὶς ἀνωφελεῖς καὶ ἐπιβλαβεῖς ἀπολαύσεις. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴ νηστεία καὶ ὅλη γενικὰ τὴ χριστιανικὴ συμπεριφορά. Ἂς παρουσιάσουμε μεγάλη μεταβολὴ στὸ βίο μας καὶ κάθε μέρα ἂς φροντίζουμε δραστήρια νὰ πράττουμε καλὰ ἔργα.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμπορευθοῦμε καθ' ὅλη τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τὸ πνευματικὸ ἐμπόριο τῶν ἀρετῶν, θὰ συγκεντρώσουμε πολὺ πλοῦτο ἀρετῆς. Θὰ ἀξιωθοῦμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ φτάσουμε καὶ στὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ ἁγίου Πάσχα καὶ μὲ παρρησία νὰ προσέλθουμε στὴ φρικτὴ καὶ πνευματικὴ τράπεζα. Θὰ μετάσχουμε στὰ ἀνέκφραστα ἐκεῖνα καὶ ἀθάνατα ἀγαθὰ μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ θὰ γεμίσουμε μὲ τὴ χάρη ποὺ αὐτὰ δίνουν.